δεινός

δεινός
δεινός
1 dreadful

κεῖνο δ' Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἑρπετὸν δεινοτάτους ἀναπέμπει P. 1.26

νεότατι μὲν ἀρήγει θράσος δεινῶν πολέμων P.2.64.

ἀκρὰνκαὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων N. 4.64

φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε

θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13

n. sing. pro adv.,

καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός N. 10.65


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δείνος — δεῑνος, ο (Α) 1. ονομασία για διάφορα στρογγυλά αγγεία, ποτήρια, κούπες κ.λπ. 2. δοχείο για το πλύσιμο τών ποδιών, ποδονιπτήρας 3. είδος χορού 4. το αλώνι 5. όργανο για κατασκευή ή επίχριση χαπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή τού δίνος*, που… …   Dictionary of Greek

  • δεινός — fearful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινός — ή, ό (AM δεινός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που προκαλεί δέος, φοβερός («δεινή συμφορά, καταστροφή κ.λπ.», «κάμπους τοὺς πολλοὺς καὶ τὰς δεινὰς κλεισούρας», «δεινὸς δ εἰς ὦπα ἰδέσθαι» που η εμφάνισή του προκαλεί τρόμο) 2. πολύ ικανός, δυνατός («δεινός… …   Dictionary of Greek

  • δεινός, -ή — ό 1. σφοδρός, άγριος, φοβερός: Ο καβγάς ανάμεσα στα δύο σκυλιά ήταν δεινός. 2. άξιος, έμπειρος, ικανός: Είναι δεινός κολυμβητής. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δεινά η συμφορά, τα βάσανα, οι κακουχίες: Τα δεινά της σκλαβιάς είναι αβάσταχτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεῖνος — δεῖνα such an one masc/fem/neut gen sg (attic) δεῖνα such an one masc/fem/neut gen sg δεῖνος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐ λέγειν δεινός, ἀλλὰ σιγᾶν ἀδύνατος. — См. Молчи, коли Бог разума не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • δεινά — δεινός fearful neut nom/voc/acc pl δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc/acc dual δεινά̱ , δεινός fearful fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινότερον — δεινός fearful adverbial comp δεινός fearful masc acc comp sg δεινός fearful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινοτάτω — δεινός fearful masc/neut nom/voc/acc superl dual δεινός fearful masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινοτάτων — δεινός fearful fem gen superl pl δεινός fearful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεινοτέραις — δεινός fearful fem dat comp pl δεινοτέρᾱͅς , δεινός fearful fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”